- πρόσεδρος
- πρόσεδροςsitting nearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσεδρος — η, ο / πρόσεδρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος 2. πάρεδρος νεοελλ. φρ. «πρόσεδρος υπουργός» βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει… … Dictionary of Greek
προσέδρου — πρόσεδρος sitting near masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσεδροι — πρόσεδρος sitting near masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεδρικώς — Α επίρρ. 1. σημαντικά, σπουδαία 2. επιμελώς 3. πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσεδρος, μέσω ενός επιθ. *προσεδρικός + επιρρμ. κατάλ. ῶς] … Dictionary of Greek
Πάλλης, Αλέξανδρος — I (Πειραιάς 1851 – Λίβερπουλ 1935). Έλληνας λογοτέχνης και μεταφραστής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό. Φοίτησε για λίγο στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ύστερα πήγε στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ, όπου… … Dictionary of Greek